- επιτιμητικός
- -ή, -ό (Α ἐπιτιμητικός, -ή -όν) [επιτιμητής]ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («[τέλος] νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.)αρχ.αυτός που τού αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος.επίρρ...επιτιμητικώς και -άμε επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.
Dictionary of Greek. 2013.